- λινοτύπης
- οτυπογράφος που εργάζεται σε λινοτυπική μηχανή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -τύπης (< τύπτω), πρβλ. φωτο-τύπης, χαλκο-τύπης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λινοτύπης — ο (λ. γαλλ.), ο τυπογράφος που δουλεύει σε λινοτυπικές μηχανές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λινοτυπία — η [λινοτύπης] 1. στοιχειοθέτηση με λινοτυπική μηχανή 2. η λινοτυπική μηχανή … Dictionary of Greek
λινοτυπικός — ή, ό [λινοτύπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λινοτυπία 2. φρ. «λινοτυπική μηχανή» τυπογραφική μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή και τη σύνθεση τυπογραφικών στοιχείων σε συμπαγείς μεταλλικούς στίχους από ειδικό τετηγμένο κράμα… … Dictionary of Greek
λινοτυπική μηχανή — Τυπογραφική μηχανή για τη στοιχειοθεσία και την κατασκευή συμπαγών μεταλλικών στίχων. Ειδικότερα, η λ.μ. εκτελεί τη στοιχειοθεσία κατά στίχους (ιταλ. line = στίχος· λινοτυπική κυριολεκτικά σημαίνει στιχοτυπική), το χύσιμο του μετάλλου και τη… … Dictionary of Greek